BOSSOLETTO
Смотреть что такое "BOSSOLETTO" в других словарях:
μποσσολέττο — μποσσολέττο, τὸ (Μ) δοχείο, αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bossoletto] … Dictionary of Greek
μποσσολέττο — μποσσολέττο, τὸ (Μ) δοχείο, αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bossoletto] … Dictionary of Greek